Τι είναι ο έρπης των γεννητικών οργάνων;
Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από δύο διαφορετικούς ιούς. Οι ιοί αυτοί είναι ο ιός του απλού έρπητα τύπου 1 (HSV-1) και ο ιός του απλού έρπητα τύπου 2 (HSV-2).
Τι είναι ο επιχείλειος έρπης;
Ο επιχείλιος έρπης συνήθως προκαλείται από τον ιό HSV-1 και περιλαμβάνει το σχηματισμό κυψελίδων και ελκών γύρω από το στόμα. Ωστόσο, στους περισσότερους ασθενείς δεν εμφανίζονται συμπτώματα. Οι περισσότεροι ασθενείς με επιχείλιο έρπητα έχουν μολυνθεί στην παδική ηλικία από μη σεξουαλική επαφή μέσω των σιέλων.
Υπάρχει σύνδεση μεταξύ του επιχείλιου έρπητα και αυτού των γεννητικών οργάνων;
Ο επιχείλιος έρπης που προκαλείται από τον HSV-1 μπορεί να μεταδοθεί από το στόμα στα γεννητικά όργανα μέσω του στοματικού σεξ. Λόγω αυτού αρκετά περιστατικά έρπητα των γεννητικών οργάνων προκαλούνται από τον HSV-1.
Πόσο κοινός είναι ο έρπης των γεννητικών οργάνων;
Η νόσος είναι αρκετά κοινή. Περισσότεροι από 1 στους 6 ανθρώπους ηλικίας 14-49 ετών έχουν έρπητα των γεννητικών οργάνων.
Πώς μεταδίδεται ο έρπης των γεννητικών οργάνων;
Η νόσος μεταδίδεται μέσω κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής επαφής με ένα φορέα του ιού. Αν δεν έχετε έρπητα, μπορείτε να μολυνθείτε από τον ιό αν έρθετε σε επαφή με:
- Ένα έλκος του έρπητα
- Σίελο (αν ο/η σύντροφός σας έχει επιχείλιο έρπητα) ή εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων (αν ο/η σύντροφός σας έχει έρπητα των γεννητικών οργάνων)
- Δέρμα στο στόμα ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων
Ο έρπης μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και από κάποιον που δεν έχει έλκη ή δεν γνωρίζει ότι είναι φορέας. Μπορείτε επίσης να μολυνθείτε με έρπητα των γεννητικών οργάνων αν είστε ο/η αποδέκτης στοματικού σεξ και ο/η σύντροφός σας έχει επιχείλιο έρπητα.
Ο ιός ΔΕΝ μπορεί να μεταδοθεί από το καπάκι της τουαλέτας, τα σεντόνια, τις πισίνες ή από την κοινή χρήση αντικειμένων όπως μαχαιροπίρουνα, σαπούνι ή πετσέτες.
Πώς μπορώ να μειώσω την πιθανότητα λοίμωξης από έρπητα των γεννητικών οργάνων;
Για να μειώσετε την πιθανότητα να μολυνθείτε από τον ιό ακολουθήστε τα παρακάτω:
- Διατηρήστε μία μακροχρόνια μονογαμική σχέση με έναν/μία σύντροφο που δεν πάσχει από κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
- Χρησιμοποιείτε προφυλακτικό σωστά κάθε φορά που έχετε σεξουαλική επαφή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα εξανθήματα του έρπητα ζωστήρα μπορεί να μην καλύπτονται στο σύνολό τους από ένα προφυλακτικό. Επίσης, ο ιός μπορεί να μεταδοθεί και από περιοχές του δέρματος που δεν έχουν εμφανές εξάνθημα του έρπητα. Για τους παραπάνω λόγους, το προφυλακτικό δεν προστατεύει απόλυτα από τη μόλυνση με τον ιό.
Αν ο/η σύντροφός σας έχει διαγνωστεί με έρπη των γεννητικών οργάνων, μπορείτε να μειώσετε την πιθανότητα μετάδοσης με τους εξής τρόπους:
- Ο/Η σύντροφός σας πρέπει να λαμβάνει αντιερπητική αγωγή καθημερινά. Φυσικά πρέπει να συμβουλευτεί τον γιατρό του γι’αυτό.
- Αποφύγετε τη σεξουαλική επαφή όταν ο/η σύντροφός σας έχει συμπτώματα.
Είμαι έγκυος. Ο έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να επηρεάσει το έμβρυο;
Αν είστε έγκυος και πάσχετε από έρπη των γεννητικών οργάνων είναι σημαντικό να ενημερώσετε τον γιατρό σας. Αναφέρετε στον γιατρό σας αν είχατε ποτέ συμπτώματα ή αν έχετε διαγνωστεί στο παρελθόν με τη νόσο. Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι η λοίμωξη από έρπη των γεννητικών οργάνων μπορεί να προκαλέσει αποβολή ή πρόωρο τοκετό.
Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη, ωστόσο συχνότερα μεταδίδεται κατά τον τοκετό. Η λοίμωξη αυτή είναι ενδεχομένως θανατηφόρα για το έμβρυο και λέγεται νεογνικός έρπης. Στις περισσότερες εγκύους δίδεται αντιερπητική αγωγή το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Ο σκοπός είναι να μειωθούν κατά το δυνατόν ή και να απουσιάζουν ακόμα τα συμπτώματα της νόσου κατά τον τοκετό. Αν πριν τον τοκετό έχετε εξανθήματα, συνήθως γίνεται καισαρική.
Πώς μπορώ να μάθω αν έχω έρπητα των γεννητικών οργάνων;
Οι περισσότεροι ασθενείς με έρπητα των γεννητικών οργάνων έχουν πολύ ήπια ή καθόλου συμπτώματα. Τα τελευταία, επίσης, μπορεί να ομοιάζουν άλλες δερματικές παθήσεις, επομένως αρκετοί ασθενείς δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από τη νόσο.
Τα εξανθήματα του έρπητα των γεννητικών οργάνων εμφανίζονται συνήθως σαν μία η περισσότερες κυψελίδες στα γεννητικά όργανα ή γύρω από αυτά, τον πρωκτό ή το στόμα. Οι κυψελίδες διαρρηγνύονται και σχηματίζονται επώδυνα έλκη που χρειάζεται μία εβδομάδα ή περισσότερο για να θεραπευτούν. Τα παραπάνω συμπτώματα εμφανίζονται σε μία «έξαρση» της νόσου. Κατά την πρωτογενή λοίμωξη από τον ιό μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα γρίπης, όπως πυρετός, άλγος ή διογκωμένοι λεμφαδένες.
Ειδικά στις περιπτώσεις λοίμωξης από HSV-2, συχνά παρατηρούνται αρκετές υποτροπές της νόσου. Αυτές είναι συνήθως μικρότερης διάρκειας και πιο ήπιες σε σχέση με την πρωτογενή λοίμωξη. Ο ιός παραμένει στο σώμα εφ’ όρου ζωής, ωστόσο οι υποτροπές γίνονται προοδευτικά λιγότερο συχνές με την πάροδο του χρόνου.
Αν πιστεύετε ότι πάσχετε από κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα επικοινωνήστε άμεσα με τον γιατρό σας. Τα συμπτώματα των ΣΜΝ μπορεί να περιλαμβάνουν ένα έλκος, δυσώδεις εκκρίσεις από τα γεννητικά όργανα ή καύσο κατά την ούρηση.
Πώς διαγιγνώσκεται ο έρπης των γεννητικών οργάνων;
Ο γιατρός συνήθως μπορεί να διαγνώσει τη νόσο μόνο με την κλινική εικόνα των συμπτωμάτων. Ορισμένες φορές χρειάζεται να γίνει βιοψία ενός εξανθήματος ή εξετάσεις αίματος για να ανιχνευθούν αντισώματα για τον ιό. Ρωτήστε τον γιατρό σας αν χρειάζεστε εξετάσεις για τον έρπη των γεννητικών οργάνων.
Ο έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να θεραπευτεί;
Δεν υπάρχει θεραπεία για τον έρπητα των γεννητικών οργάνων. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά φάρμακα που προλαμβάνουν τις υποτροπές της νόσου ή μειώνουν τη διάρκειά τους. Τα φάρμακα αυτά είναι δυνατό να λαμβάνονται ημερησίως και μειώνουν την πιθανότητα μετάδοσης του ιού.
Υπάρχει κίνδυνος αν δεν λάβω θεραπεία;
Ο έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να προκαλέσει επώδυνα έλκη τα οποία είναι επικίνδυνα σε ασθενείς με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Αν αγγίξετε τα εξανθήματα του έρπητα και στη συνέχεια τα μάτια σας υπάρχει πιθανότητα να μεταφέρετε τον ιό. Συνίσταται, επομένως να πλένετε τα χέρια σας μετά από κάθε επαφή με τα εξανθήματα.
Βιβλιογραφία: CDC
Πηγή: Δρ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, pathologia.eu